Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τουφεκώ — και ντουφεκώ τουφεκίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουφεκώ — και ντουφεκώ, άω, Ν [τουφέκι / ντουφέκι] ρίχνω σφαίρες με το τουφέκι, πυροβολώ … Dictionary of Greek